τραλαλά

τραλαλά
Ν
1. επιφώνημα που δηλώνει χαρά
2. φρ. «είναι τραλαλά»
(μτφ., κυρίως με επιτιμητική χροιά) (για πρόσ.) είναι σαλεμένος, τά έχει χαμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tralala «επωδή», ονοματοποιημένη λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραλαλά — επιφ. χαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”